Ξανάρχισε...
Βρισκόμουν πάλι μπροστά από την βαριά ξύλινη πόρτα του γραφείου του πατέρα μου. Έβλεπα τον εαυτό μου από ψηλά. Είδα το χέρι μου να απλώνεται για να πιάσει το πόμολο.
Μη!
Έπιασα το χερούλι, το κατέβασα και έσπρωξα την πόρτα. Ο πατέρας μου έβγαινε εκείνη τη στιγμή από το μπάνιο που είχε πίσω από το γραφείο του. Ήταν ολόγυμνος. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα ποτήρι με ουίσκι. Στο στόμα του είχε ένα από τα αγαπημένα του πούρα. Ήμουν ακίνητος, σχεδόν αποσβολωμένος στο κατώφλι του γραφείου. Το πρόσωπο του πατέρα μου πήρε μια οργισμένη έκφραση, καθώς πλησίαζε νευριασμένος.
Έβγαλε το πούρο από το στόμα του και ξεφυσόντας τον βαρύ καπνό πάνω στο πρόσωπο μου άρχισε να ουρλιάζει:
-Πόσες φορές σου ‘χω πει ρε μαλακισμένο να χτυπάς πριν μπείς στο γραφείο μου;
Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Ο καπνός από το πούρο, το οινόπνευμα από τα χνώτα του... Άρχισα να ζαλίζομαι... Το πούρο άρχισε να μεγαλώνει... Τα πόδια μου λύγισαν... Η κάφτρα τεράστια μπροστά στα μάτια μου... Καπνός, φωτιά, ζαλάδα. Χάνω τις αισθήσεις μου... Λίγο πριν λιποθυμήσω, το κεφάλι μου έπεσε στο πάτωμα και τα μάτια μου στην πόρτα του μπάνιου και , πριν κλείσουν για τα καλά, είδα δύο γυναικεία πόδια να εξέχουν από την μπανιέρα...
_._
Ξύπνησε τρομαγμένος. Στο χλωμό φως της οθόνης του υπολογιστή κοίταξε τα ιδρωμένα του χέρια. Τα έφερε στο κούτελό του. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Έφερε το δεξί του χέρι στο αριστερό του μάγουλο που τον πόναγε διαβολεμένα... Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά του τα βαθουλώματα που είχαν δημιουργηθεί από τα πλήκτρα του keyboard του... Είχε κοιμηθεί ξανά πάνω στο κομπιούτερ του... Έριξε το βλέμμα του στην οθόνη που έδειχνε ένα σαιτ με συμπληρώματα υγιηνής διατροφής. Στην μέση της οθόνης μια μυώδης κοπέλα φόραγε ένα μικροσκοπικό μαγιό και χαμογελούσε στον φακό κρατώντας στο χέρι της ένα ποτήρι με κάτι που έμοιζε με γάλα. Η εικόνα της τον έκανε να ξεχάσει τον εφιάλτη που τον ξύπνησε. Όχι όμως για πολύ...
Απλώσε το χέρι του να πιάσει το τηλέφωνο. Πληκτρολόγησε στα τυφλά το νούμερο και το πλησιάσε στο αφτί του... Για λίγη ώρα δεν ακούγοταν τίποτα... Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα δεν ακουγόταν πάλι τίποτα. Κατέβασε με μια ήρεμη κίνηση το κομπουτεράκι που είχε για να υπολογίζει τις θερμίδες και , αυτή τη φορά κατάφερε να πιάσει το τηλέφωνο και να καλέσει τον αριθμό...
-«Mommy, Jeffrey here…»
-«Αγόρι μου... ξέρεις τι ώρα είναι;» Κοίταξε το ρολόϊ στο τοίχο... 3 παρά 10 τα ξημερώματα... Oh my God τι τραβάω με το βλαμένο...
-«Mommy το είδα πάλι...»
Η φωνή του άρχισε να σπάει...
-«Ηταν πάλι ο πατέρας... στο γραφείο... με την τσούλα...»
-«Ηρέμησε αγόρι μου... Ολα καλά... Mommy is here…», είπε η μητέρα του.
-«Το πούρο... άρχισε να μεγαλώνει mommy... ο καπνός, πνιγόμουνα mommy… καταλαβαίνεις;»
-«Σσσσσσς... όλα καλά αγόρι μου... Όλα θα πάνε καλά...». Πάλι στο κομπιούτερ θα κοιμήθηκε το μαλακισμένο...
-«Άκου τι θα κάνεις Jeffrey: Σήκω από το κομπιούτερ, πήγαινε στο ψυγείο και βάλε να πιείς ένα ποτήρι παγωμένο γάλα...και πήγαινε να κοιμηθείς στο κρεβάτι σου. Αύριο το πρωι που θα ξυπνήσεις με το καλό πάρε με τηλέφωνο, ok;»
-«Ok, mommy...» είπε ο Jeffrey... Πως στο διάολο ξέρει πως ήμουν στο κομπιούτερ; σκέφτηκε καθώς άρχισε να κατευθύνεται στην κουζίνα, εκτελώντας όπως πάντα κατά γράμμα τις εντολές τις μαμάς του.
Εκείνη έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε πλευρό στο κρεβάτι της
«Αυτό το βλαμένο είναι ικανό να καταρεύσει πριν προλάβουμε να πάρουμε καν τα λεφτα» σκέφτηκε λίγο πριν αποκοιμηθεί ξανά... «Αυτό το παιδί δεν μπορεί να είναι δικό μου... και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να είναι του Αντρέα...».