Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2005

Σατανιστικές Ιστορίες

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει καθώς οι δυο τους ανέβαιναν βιαστικά τον μικρό κατάφυτο λόφο. Εκείνος περπατούσε μπροστά της, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων που όλο και πύκνωναν. Το μονοπάτι είχε από ώρα αρχίσει να στενεύει και τώρα πια βάδιζαν σε ένα εντελώς απάτητο μέρος του λόφου.
Η διαίσθησή του τού έλεγε πως όλο και κάποιο ξέφωτο θα ήταν κοντά. Και μόλις θα φτάνανε στο ξέφωτο…

Η κοπέλα είχε εδώ και πολύ ώρα αρχίζει να κουράζεται. Είχαν αφήσει το αυτοκίνητο στην άκρη της πλαγιάς και θα πρέπει να περπατούσαν για τουλάχιστον μια ώρα πάνω στον λόφο. «Μα πόσο μακριά είναι το αστυνομικό τμήμα επιτέλους…» σκέφτηκε στα αλβανικά, «…και πως στο διάολο τους ήρθε να το φτιάξουν εδώ πάνω…».

Εκείνος σχεδόν χαμογέλασε στο άκουσμα του ονόματος του πατέρα του…Το θεώρησε καλό σημάδι. Εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν πως μπορούσε να διαβάζει και σκέψεις στα αλβανικά..! «Οι δυνάμεις μου διαρκώς αυξάνονται…», σκέφτηκε με ικανοποίηση…

Εκείνη δεν είχε ιδέα πως μπορούσε να διαβάσει την σκέψη της. «Γκαμώτο, τι μαλακία να μην έκω τον διμπατήριο μαζί μου…» σκέφτηκε τώρα σε σπαστά ελληνικά…

Την είχε σταματήσει στην διασταύρωση έξω από την πόλη. Εκείνη πεζή. Εκείνος την είδε από μακριά και αμέσως έβαλε σε εφαρμογή το πανούργο σχέδιό του. Σχέδιο σατανικό, αλάνθαστο! Σταμάτησε το Ι.Χ. του δίπλα της και με αποφασιστικό ύφος ξεστόμισε τις λέξεις που για πέντε ολόκληρα χρόνια πρόβαρε, μέσα στο σκοτεινό του κελί:
- «Αστυνομία! Δείξε μου τα χαρτιά σου…»
Εκείνη πάγωσε!
- «…!»
- «Τι με κοιτάς σαν χαζή; Σου είπα δείξε μου τα χαρτιά σου!»
- «Εγκώ… ντεν…», έκανε να ψελλίσει, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση της… Τα μάτια της είχαν καρφωθεί στο τατουάζ με το παράξενο σχέδιο πάνω στο μπράτσο του.
- «Ξένη είσαι;», προσποιήθηκε πως δεν το ήξερε εκείνος.
Εκείνη δεν μίλησε. Κοίταζε με τρόμο το τατουάζ που άρχισε να μεταμορφώνεται και από παράξενο σχέδιο με γωνίες τώρα έπαιρνε την μορφή ενός μικρού φιδιού που της έβγαζε γλώσσα.
- «Αστυνομία!», της είπε ξανά. Του άρεσε έτσι όπως ακουγόταν. «Δεν έχεις διαβατήριο κοπέλα μου;».
Ήξερε βέβαια πολύ καλά πως δεν είχε μαζί της τίποτα. Ήξερε μέχρι και σε ποιο ακριβώς συρτάρι του κομοδίνου της είχε αφήσει το διαβατήριό της.

Εκείνη με δυσκολία κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα της από το τατουάζ που τώρα ήταν ένα καζάνι που κόχλαζε και από μέσα του μπαινόβγαιναν γυμνά κορμιά με μεγάλα στήθη και τεράστιους φαλλούς…
- «Ντε… ντεν το έκω μαζί μου…», κατάφερε να ψελλίσει…
- «Έλα μαζί μου, θα πάμε στο τμήμα για εξακρίβωση!», της είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση ενώ της άνοιγε την πόρτα του συνοδηγού.

«Όλα πήγαν τέλεια…» σκέφτηκε με ικανοποίηση ενώ συνέχιζε να προχωράει ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα κλαδιά… Η μικρή ηλίθια Αλβανή δεν κατάλαβε τίποτα, ακριβώς όπως το περίμενε. Μόνο για μια στιγμή ανησύχησε, όταν εκείνη του είπε πως πάνε ανάποδα και πως το χωριό (και το τμήμα) είναι από την αντίθετη πλευρά… Αυτό δεν το είχε υπολογίσει! Το σχέδιό του κινδύνευε να τιναχτεί στο αέρα!!!
Γύρισε και την κοίταξε με τα σατανικά του μάτια. «Λαμί ασβά εοσφορνίλ…» της είπε στην γλώσσα του πατέρα του και εκείνη ως δια μαγείας φάνηκε να ησυχάζει… Ο Διάβολος δεν τον είχε εγκαταλείψει, ήταν πάντα μέσα του και την κρίσιμη στιγμή, αποφάσισε να επέμβει και να τον σώσει για μία ακόμα φορά…

Το ξέφωτο ήταν πια μόνο λίγα μέτρα μακριά… Το ένιωθε… Αν δεν υπήρχε το ολοστρόγγυλο φεγγάρι που σιγά-σιγά ανέβαινε στον ουρανό, το σκοτάδι θα είχε καλύψει τα πάντα… Φυσικά έτσι το είχε σχεδιάσει από την αρχή. Να πάρει την άδειά του από την φυλακή στην πανσέληνο της εαρινής ισημερίας…
Άκουγε από πίσω του την ανάσα της… Γρήγορη, άρρυθμη, λαχανιασμένη ανάσα που τον ερέθιζε ακόμα πιο πολύ… Σε λίγο φτάνανε στο ξέφωτο… σε λίγο όλα θα είχαν τελειώσει… Σε λίγο θα…

Η φωνή της διέκοψε τις σκέψεις του.
- «Κύριος μπάτσος;»
- «Λέγε με Αμων!». «Τι σημασία έχει πια να κρύβομαι;», σκέφτηκε αυτός…
- «Κύριος Αμων…» συνέχισε απτόητη εκείνη, «…έχει βραδιάσει, και έχουμε προχωρήσει τόσο μακριά μέσα στο δάσος… Φοβάμαι πολύ… Και είναι τόσο απόμερη αυτή η πλαγιά…»
- «Τι να πω κι εγώ μωρή, που θα γυρνάω και μόνος μου;!!!»

Εκείνη πάγωσε!!! Ξαφνικά τα κατάλαβε όλα!!! Μια έκρηξη στο μυαλό της, μια λάμψη που φώτισε όλες τις τόσο πρόσφατες μα και τόσο σκοτεινές της αναμνήσεις!!! «Το αμάξι! Το αμάξι δεν έμοιαζε με περιπολικό», σκέφτηκε έντρομη… Σαν σε χαλασμένη μηχανή προβολής προβάλλονταν αστραπιαία στο μυαλό της όλη η φρικτή αλήθεια… Το μακό μπλουζάκι του, αυτό με την στάμπα των «Μπλακ Σάμπαθ» που δεν έμοιαζε και πολύ με στολή αστυνομικού… Η σελίδα του ημερολογίου που είχε δει στα κλεφτά πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου του, την ώρα που εκείνος είχε βγει να κατουρήσει… Εδειχνε πως σήμερα ήταν Σάββατο! «Σάμπαθ – Σάββατο» σκέφτηκε τρομοκρατημένη… Στην σελίδα είχε και μία σημείωση: «ραντεβού με τον μπαμπά στον λόφο για τον βιασμό και την θυσία», κάτω από ένα παράξενο σχέδιο με γωνίες που κάπου το είχε ξαναδεί!
Το τατουάζ!!! Το φρικτό και απαίσιο τατουάζ! Και πάνω από όλα εκείνον!!! Κάπου τον είχε ξαναδεί… Κάτι της θύμιζε… Κάτι φρικτό, κάτι αποτρόπαιο… Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά της ήταν αδύνατον… Πίεσε το μυαλό της όσο μπορούσε αλλά ο τρόμος και ο πανικός της δεν την άφηναν να σκεφτεί καθαρά… Οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν. Εκει, στην μέση του λόφου, δέκα μόλις μέτρα από το ξέφωτο, έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε λιπόθυμη…

- «Τι στο Χριστ… Όχι ρε πούστη μου!!!» Ούρλιαξε με απογοήτευση εκείνος μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί… «Όχι ρε γαμώτη μου και πήγαιναν όλα τόσο τέλεια…»
Είχε φτάσει τόσο κοντά στον στόχο του, αλλά αυτή η λιποθυμία του τα χάλασε όλα… Κοίταξε το ακίνητο κορμί της. Έστρεψε το βλέμμα του προς το ξέφωτο. Ηταν τόσο κοντά… Για μια στιγμή σκέφτηκε να συνεχίσει το σχέδιό του. Τόσο κοντά… Ηταν απλό… Μπορούσε να την σηκώσει στα χέρια του, να την πάει μέχρι το ξέφωτο, να την βιάσει, να την σκοτώσει, να βγάλει με τα χέρια του την καρδιά της, να ρουφήξει το αίμα της, να αφιερώσει την ψυχή της στον πατέρα του τον Σατανά .

Όμως ΟΧΙ!!! Μπορεί να είναι σατανιστής, αλλά ανέντιμος δεν είναι… Δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει τέτοια πράγματα σε μια λιπόθυμη γυναίκα… Όχι, όχι αυτός! Θα ήταν ντροπή...

Την σήκωσε στα χέρια λοιπόν, την πήγε στο αμάξι του, της έγραψε ένα πρόχειρο σημείωμα (πίσω από τη σελίδα του ημερολογίου με το ραντεβού), με το όνομά του, το τηλέφωνό του, τον αριθμό της πινακίδας του αυτοκινήτου του και μια ζωγραφισμένη καρδούλα με βελάκια και την άφησε έξω από το αστυνομικό τμήμα…

Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς... μη χειρότερα να λέμε…

Μη χειρότερα…





Τρίτη, Μαρτίου 29, 2005

ΚακοΠοίηση


Παλεύω να αντισταθώ και να μην ασχοληθώ με την επικαιρότητα, αν και άρθρα σαν ΑΥΤΟ του Naftilou με ερεθίζουν αφάνταστα (μια που το ‘φερε η κουβέντα, θα πρέπει να βγάλω αυτή τη φωτογραφία της Καλομοίρας γιατί την κοιτάζω και δεν μπορώ να γράψω – από την άλλη πάλι, ο καυλωμένος συγγραφέας μπορεί να γράψει «παπάδες» (να τη πάλι η επικαιρότητα), οπότε λέω να την αφήσω (την φωτογραφία) μέχρι να ολοκληρώσω (το κείμενο) και βλέπουμε…
Αφήνω λοιπόν τον μεγάλο μονομάχο των ειδικών αποστολών Macius Roseus να απολαμβάνει το θέαμα με τους χιλιάδες κατεβασμένους αντίχειρες (με την ελπίδα πως θα βρεθεί κάποιος μοντέρνος Καλιγούλας να τους τα χώσει στο παχύ έντερο των σημερινών συγκλητικών μας)… και περνάω στα ευχάριστα νέα για σήμερα: Δεν έχει ποίημα!


Δυστυχώς, το Καλομοίρας Εγκώμιον απετέλεσε τη χαριστική μου βολή στην ρητορική τέχνη…

Πρώτα από όλα, ο βλάσφημος νεωτερισμός της δημιουργίας ενός Εγκωμίου σε …ποιητική μορφή Ωδής, παρουσιαζόμενης ως …Επος, με …Αριστοφανικό Χορό (!).

(Χτες το βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι ο Όμηρος με κυνηγούσε με ένα τσεκούρι στα χέρια και εγώ έτρεχα μέχρι που κάπου σκόνταψα και το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν η λάμα του τσεκουριού που προσγειώθηκε ένα μέτρο δεξιά από το κεφάλι μου -ο Ομηρος δεν φημίζεται για την όρασή του…).

Ακολούθως, η πλήρης απουσία διαλεκτικής, η οποία ως γνωστόν χαρακτηρίζει αυτού του είδους τα Εγκώμια..

(Πάνω που νόμιζα πως είχα γλιτώσει – ο Όμηρος απηυδισμένος είχε αρχίσει να απομακρύνεται μουρμουρίζοντας κάτι ημι-ακατάληπτα Ομηρικά, που σε ελεύθερη μετάφραση σήμαιναν: Μα το Δία και την Αθηνά, αν ήξερα πως οι απόγονοί μου θα καταντούσαν έτσι, θα βαζα τους Τρώες να νικάνε στην Ιλιάδα και θα τον έπνιγα τον πούστη τον Οδυσσέα…- ανακάλυψα με τρόμο πως είχα σκοντάψει τελικά πάνω στον Βολταίρο, που μου είχε βάλει τρικλοποδιά και τώρα ερχόταν κατά πάνω μου κραδαίνοντας μια …φορητή λαιμητόμο και ουρλιάζοντας: «Εγκώμιο χωρίς διαλεκτική ρε αλήτη αντιεπαναστάτη; Είχαν δίκιο ο Μακιαβέλι και ο Λοκ. Η ανθρώπινη φύση είναι κακή! Κακή σας λέω…». Ευτυχώς, πάνω στον πανικό του –μπήκαν και τα μαλλιά του μπροστά στα μάτια του και δεν έβλεπε, σκόνταψε πάνω στο τσεκούρι του Όμηρου, του έπεσε η λαιμητόμος στο έδαφος, έπεσε και αυτός με το κεφάλι μέσα της και έτσι ο Λουδοβίκος πήρε την ετεροχρονισμένη εκδίκησή του. Ο Αϊνστάιν (!) που παρακολουθούσε την όλη σκηνή κρατώντας προς το μέρος μου μια παράξενη ενεργειακή μηχανή στα χέρια, έτοιμος να πατήσει το κουμπί με την επιγραφή «εξαΰλωση», πέταξε το κατασκεύασμα, σταύρωσε τα χέρια πίσω από την πλάτη του και άρχισε να απομακρύνεται μονολογώντας: «…Η αιώνια αήττητη ανθρώπινη ηλιθιότητα…».)

Δεν χρειάζεται να έχω κληρονομικό χάρισμα για να καταλάβω ότι το όνειρο αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον, τέρμα το στιφάδο μετά τα μεσάνυχτα και δεύτερον, τέρμα η κακό-ποίηση.







Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2005

Ωδή εις την Καλομοίραν


Διαβάζοντας το πόνημα του φίλου Old Boy «Περί του υμένος της Καλομοίρας» θυμήθηκα μια μικρή περσινή ξινή ιστορία που με οδήγησε τελικά σε έναν ακόμη βιασμό του λογοτεχνικού είδους της ποίησης.
Με λίγα λόγια, όταν η γυναίκα μου με «ανάγκασε» (δεν ήθελα και πολύ), να παρατηρήσω την συγκεκριμένη καλλιτέχνιδα, ενώ εβρίσκετο ακόμη έγκλειστη εις την ακαδημίαν, με εκφράσεις του τύπου «κοίτα αυτό το Καλομοιράκι τι πλάκα που έχει» και «πόσο χαριτωμένο και αθώο είναι» και «κοίτα όλες τις σκύλες που έχουν πέσει να το φάνε» κλπ, το παρατήρησα εντέλει και ιδού τα αποτελέσματα:
Προσοχή ακολουθεί ποίημα. Τι λέω ποίημα; ΩΔΗ. Τι λέω ωδή; ΕΠΟΣ! Με ομοιοκαταληξία 1-4, 2-3, με μέτρο, με χορό…
Μιλάμε για υπερπαραγωγή …τύφλα να ’χει ο Όμηρος (!).

ΩΔΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ

Κοίτα Απόλλωνα την λατρεμένη σου κόρη,
Με πόση λαχτάρα μπαίνει στο αεροπλάνο για να γυρίσει στην αγαπημένη της πατρίδα…
Με τι χαρά, με πόση ελπίδα,
Με πόσα όνειρα ξεκινάει τα μαγεμένα της ταξίδια…


Εγγονή του Δία, μες το μετάξι
Αγνή παρθένα με δαφνοστέφανα και μύρα
Νονές Νεράιδες την βαφτίσαν Καλομοίρα
Και είναι έτοιμη στα ουράνια να πετάξει

Και να’ τη! βγαίνει σα πριγκίπισσα με νάζι
Κοίτα τους όλους σα χαζή πως την κοιτάνε…
Μην είναι δάκρυα χαράς που τους μεθάνε…
Ή ειν’ το μίσος μες τα μάτια τους που στάζει?


Κοίτα Απόλλωνα την λατρεμένη σου κόρη,
Με πόση λαχτάρα τραγουδάει πάνω στην πίστα
Με τι φωνή, με πόσο νάζι
Και πόσο όμορφη μοιάζει σαν σε κοιτάζει…


Η Ιωάννα το κάτω χείλος της έχει ματώσει
Το πρόσωπό της είναι πιο κόκκινο κι απ’ τα μαλλιά της
Σχεδόν ερεθίστηκε εκεί απόκρυφα μες την κοιλιά της…
Τόση κακία περάσαν χρόνια που ‘χε να νοιώσει!

Στην τρικυμία του μαύρου μυαλού της ήρθε μια σκέψη
Να θυσιάσει στην Αφροδίτη τον γκόμενό της:
«Θεά των ξέκωλων…», ουρλιάζει στον πανικό της,
«…κατάρα στείλε της, σπυράκια να βγάλει στο πρόσωπό της»

Μα η Αφρούλα το αγαπούσε το αμερικανάκι
Μικρή όταν ήταν την είχε ευλογήσει να είναι κουκλάρα…
Και στην Ιωάννα γυρίζει διπλάσια την μαύρη κατάρα…
«τα μαλλιά της αιώνια, να είναι καμένα απ’ το πιστολάκι»!


Κοίτα Απόλλωνα την λατρεμένη σου κόρη,
Με πόση αγάπη μιλάει στους άλλους με πόση αθωότητα
Μες την λαχτάρα της για λίγη τρυφερότητα
Δεν βλέπει γύρω της πως την κοιτάζουν γεμάτοι κακία…



Δίπλα στην Γιάννα σαν μαύρη οχιά είχε λουφάξει
Οπως η Υαινα όταν μυρίζεται κοντά της λεία…
«Να μη με λένε, εμένα, Αποστολία…
…Αν τη μικρή σε 2 λεπτά δεν έχω ξεπετάξει…»

Την πήρε παράμερα λόγια πλάνα να της ψελλίσει…
Πρόστυχα σχέδια να βρωμίσουν το αγνό μυαλό της
Έκανε τάχα πως της μιλάει για το καλό της
Μα στην αλήθεια ήθελε μόνο να την ξεσκίσει


Κοίτα Απόλλωνα την λατρεμένη σου κορούλα,
Στον παιδικό της το προσωπάκι την απορία
Τι εννοεί άραγε τώρα αυτή η κυρία;
Είναι καλό να κάνω έρωτα μπροστά στην ΤιΒούλα;



Ο βασιλιάς του προτατίφ είχε μόλις τελειώσει
Την βαζελίνη τώρα σκούπιζε απ’ την σφουγγαρίστρα
Η μεγαλύτερη και ομορφότερη η ξεμυαλίστρα…
Που το κοντάρι της πάντα του χάριζε αγάπη τόση…

Απ’ την τηλεόραση, μια φωνή τ’ αυτιά του πήρε!
Γύρισε, κοίταξε και έπαθε μια πλάκα!!
Να η ευκαιρία να μη με λένε πια μαλάκα!!!
Σήκωσε τ’ ακουστικό, και τη μαμά του πήρε…

Απ΄ την αφάνεια να βγει είχε μια ελπίδα
Να μην τον λένε πια ατάλαντο κοπρίτη,
Και τριαντάφυλλα της έστειλε στο σπίτι
Ζωγραφισμένα με του μυαλού του την πιτυρίδα…


Κοίτα Απόλλωνα την λατρεμένη σου κορούλα,
Με πόση αγάπη κρατάει τα λευκά λουλούδια…
Μες την καρδιά της με μουσικές και με τραγούδια
Χίλιες νεράιδες χορεύουν χούλα-χούλα!


Ωιμε! Που έστειλες το κοριτσάκι σου άμοιρη μάνα!!!
Σαν θα σου βγει απ’ τα σφαγεία του Αντέννα…
Η μικρή πριγκίπισσα δεν θα΄ναι πια παρθένα
Θα ναι άλλη μια. επανενγράψιμη πουτάνα…


Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2005

Πούλιτζερ


Η λευκή σελίδα. Η λευκή σελίδα είναι το κορμί. Κάθε γράμμα είναι ένα χάδι. Κάθε λέξη, ένα βογκητό. Κάθε παράγραφος, μία ερωτική ακολουθία… Αράδα-αράδα προσθέτεις χάδια, βογκητά, αναστεναγμούς. Δημιουργείς έρωτα. Σιγά-σιγά αρχίζεις να νοιώθεις αόρατα χέρια να σε ακουμπάνε, άυλα χείλη να σε φιλούν, ανάσες να σε ανατριχιάζουν. Όσο το κείμενο μεγαλώνει, τόσο το μυαλό σου γεμίζει μυρωδιές, χρώματα, φώτα… Μέχρι το φινάλε, την κορύφωση, την ολοκλήρωση…

Ο επαγγελματίας συγγραφέας είναι ένας ζιγκολό-μία πόρνη. Πληρώνεται για τον έρωτά του. Έκανα αυτό το επάγγελμα για 15 χρόνια. Πληρωμένο σεξ με τις ειδήσεις. Οι ίδιες και οι ίδιες πελάτισσες κάθε μέρα, έρχονταν σε μένα, όπως πήγαιναν και σ’ όλους τους άλλους, και εγώ τις ικανοποιούσα, τις διεκπεραίωνα, τις πήδαγα κανονικά! Όλοι οι δημοσιογράφοι βαθιά μέσα τους, μισούν αυτό που κάνουν. Είναι εύκολο, σου δίνει λεφτά, αλλά σου παίρνει τον έρωτα. Θες να τα παρατήσεις όλα και να γράψεις ένα βιβλίο να γίνεις συγγραφέας…


Ο συγγραφέας είναι σε λίγο καλύτερη μοίρα. Είναι ένας πορνοστάρ. Σου ζητάει να πληρώσεις για να δεις πως έκανε τον έρωτά του. Ο συγγραφέας θαυμάζει τον εαυτό του. Λατρεύει τον τρόπο που πηδάει τα κείμενα του, τις στάσεις που αλλάζει μαζί με τις σκηνές του έργου του. Λατρεύει να επιδεικνύει τα προσόντα του, τις τεχνικές του, την ικανότητά του να παίζει με το μυαλό του αναγνώστη, όπως ο πορνοστάρ παίζει με τα βυζιά της ξανθιάς γκομενάρας… Κοιτάξτε την μεγάλη μου έμπνευση. Θαυμάστε την βαρβάτη φαντασία μου. Προσκυνήστε τον λογοτεχνικό μου φαλλό…

Ο ερασιτέχνης συγγραφέας είναι παράξενο ζουλάπι. Βασικά, είναι μαλάκας. Όχι επειδή δεν πληρώνεται για αυτά που γράφει. Είναι μαλάκας εκ πεποιθήσεως. Είναι ιδεολόγος μαλάκας. Δεν είναι «εραστής της τέχνης» και τέτοιες ημιδιανοουμενίστικες ανοησίες. Είναι εραστής του μυαλού του. Είναι μοναχικό το σπορ. Γράφεις και ταυτόχρονα αυτοχαϊδεύεις το μυαλό σου. Είναι φυσικό επόμενο η ολοκλήρωση. Δεν πουλάει το έργο του. Το δημοσιεύει, το κάνει γνωστό, όχι όμως για να δει όλος ο κόσμος πόσο καλά αυνανίζεται. Είναι ρομαντικός μαλάκας. Θέλει να νομίζει πως κι ο αναγνώστης του ερεθίστηκε μόνος του. Κι αν έφτασε κιόλας, ακόμα καλύτερα. Είναι αξιοθαύμαστος μαλάκας. Και αν θέλετε την γνώμη μου θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να βραβεύεται, κι ας μην το θέλει…
Εντάξει, δεν λέω να θεσπιστεί και νόμπελ λογοτεχνικής αυτοϊκανοποίησης, αλλά ένα Πούλιτζερ τουλάχιστον, κάτι…

Του ταιριάζει και ως έκφραση: «Πήρα τον Πούλιτζερ»!.

Τρίτη, Μαρτίου 22, 2005

Οι Χρυσές Χέστρες


«Γαμημένοι άρρωστοι! Αυτό είστε!»

Το τηλεκοντρόλ κτύπησε με δύναμη στο μπράτσο της πολυθρόνας και ετοιμάστηκε για ένα ακόμη crash-test με το πάτωμα… Θα πρέπει να είχε χαλάσει τουλάχιστον 20 από δαύτα τα τελευταία χρόνια. Δεν τα φτιάχνουν πια όπως παλιά… Πλαστικούρες!

«Γαμημένοι άρρωστοι βρικόλακες! …Πόσα γαμημένα πτώματα θέλετε να καλύπτουν τους καταραμένους τάφους σας αρχίδια;»



Τώρα πάτησε με οργή το off αλλά το χέρι του ήταν άδειο… Δεν άντεχε να βλέπει άλλο το μικρό αγόρι με τα πεσμένα μαλλιά, το κίτρινο δέρμα, τα σβησμένα μάτια βαθιά μέσα στις μαύρες τους κόγχες.

Γενικά είναι σκληρός τύπος, αντέχει πολλά…
-Πόλεμος για το πετρέλαιο;
«Στ’ αρχίδια μου. Κι αυτοί που έχουν τα πετρέλαια τα ίδια μουνόπανα είναι… Να δούμε τώρα τις χρυσές χέστρες θα τις πάρουν μαζί τους στην κόλαση;»
-Ναι αλλά πεθαίνουν κι αθώοι.
«Αρχίδια αθώοι είναι! Αυτοί δεν τους ανέχονται; Αυτοί δεν τους δίνουν τη δύναμη; Ας επαναστατήσουν! Ας πεθάνουν για ένα γαμημένο σκοπό κι όχι για το πετρέλαιο…»

Η τηλεόραση δε σταματάει ποτέ να δείχνει πτώματα… Σφαγμένες μετανάστριες πόρνες σε γκρο πλαν. «10.000 ευρώ το κομμάτι. Φρέσκο πράμα… Οι πούστηδες οι τελωνιακοί ζητάνε ότι τους καπνίσει… Χώρια το λάδωμα για την βίζα στην πρεσβεία… Μωρέ δε πα να γαμηθούν οι πουτάνες!»
Αψυχα, διαμελισμένα κορμιά που ανασύρονται, σε έκτακτο δελτίο, από τα συντρίμμια …αντισεισμικών κατασκευών… «Μην είσαι μαλάκας. Με τα λεφτά που γλιτώνεις από την ενίσχυση μπορείς να σηκώσεις άλλο ένα όροφο!»

Περισσότερα γραφεία, περισσότερα πτώματα!

Πνιγμένα κουφάρια που ξεβράζονται σε ζωντανή σύνδεση, πρώην επιβάτες παραφορτωμένων, σάπιων ασφαλισμένων καραβιών. «Η εταιρία μας ουδέ μίαν ευθύνη φέρει σε περίπτωση ατυχήματος…»… Φυσικά δεν φέρει ακόμη σωσίβια και βάρκες μαζί… Κατά βάθος η Εταιρεία στεναχωριέται για όλα αυτά… Κάθε κουφάρι είναι και 200 ευρώ που δεν θα ταξιδέψουν ξανά με το καινούργιο πλοίο που θα ναυλώσει με τα λεφτά της ασφάλειας…

Εχουν δει τα μάτια του πολλά… Αλλά να βλέπουν σβησμένα παιδικά ματάκια να τον ρωτάνε «Γιατί;», αυτό δεν το αντέχει… Ο εξάχρονος Μιχαλάκης στην οθόνη πάσχει από λευχαιμία… Τον ήξερε τον είχε ξαναδεί στην τηλεόραση πριν από μερικούς μήνες… Εχει άμεση ανάγκη για μεταμόσχευση του μυελού των οστών. Τότε που τον είχε δει είχε μόλις αρχίσει την χημειοθεραπεία και τα καστανά του μαλάκια ήταν ακόμα στο κεφάλι του… Χρειάστηκαν πολλοί μήνες για να βρεθεί ένας συμβατός δότης. Όμως τα λεφτά για το ταξίδι και την εγχείρηση είναι πολλά.

Οι γονείς του είναι πολύ φτωχοί, φυσικά… Εχετε δει ποτέ κανένα πλούσιο να βγαίνει στην τηλεόραση να ψάχνει για δότη; Ένα περίεργο πράγμα… Μάλλον τα λεφτά αλλάζουν και τα γονίδια… Ισως πάλι οι πλούσιοι να μην παθαίνουν ποτέ νεφρική ανεπάρκεια… Μάλλον θα φταίνε οι χρυσές χέστρες! Οι κακοήθεις λένε πως τα παιδιά που εξαφανίζονται από τις υπανάπτυκτες χώρες χρησιμοποιούνται ως ζωντανές καλλιέργειες οργάνων. Αυτά είναι παπαριές, λέω εγώ. Με τόσα θανατηφόρα ατυχήματα που συμβαίνουν κάθε στιγμή όλο και κάποιος συμβατός δότης θα βρεθεί. Αλήθεια, πόσα άραγε να είναι τα ατυχήματα που συμβαίνουν σε συμβατούς δότες;

Ξεκίνησε ένας μαραθώνιος για να βρεθούν χρήματα. Ανοίχτηκε λογαριασμός σε τράπεζα, οι υπόλοιποι φτωχοί δώσανε ότι μπορούσε ο καθένας, η γυναίκα μου έδωσε λίγα παραπάνω από αυτά που μπορούσαμε, έβαλαν και οι μεγάλες εταιρείες όσα τους περίσσευαν για να ξεπλύνουν όσα είχαν μείνει βρώμικα μέχρι το όριο της φοροαπαλλαγής… Όχι πολλά, μη φανταστείτε… Εχουν δικά τους φιλανθρωπικά ιδρύματα γι αυτό το σκοπό… Τέλος πάντων, τα λεφτά τελικά μαζεύτηκαν αλλά όταν πήγε ο φτωχός πατέρας να τα σηκώσει από την τράπεζα, το κράτος τα είχε δεσμεύσει! Κάποιος νόμος, κάτι γραφειοκρατικό, δεν ξέρω ακριβώς τι… Πέρασαν άλλοι δύο μήνες και τα λεφτά ήταν ακόμα στην τράπεζα. Το ταξίδι και η εγχείρηση δεν έγιναν ποτέ. Το παιδάκι πέθανε. Αλλά στην τηλεόραση το παιδάκι είναι ακόμα ζωντανό… Κοιτάει θλιμμένο την κάμερα και τα ματάκια του ρωτάνε ΓΙΑΤΙ; Γιατί φτιάξατε το εργοστάσιο έξω από το χωριό μου; Γιατί χρησιμοποιείτε επικίνδυνα χημικά; Γιατί δεν βάλατε φίλτρα στις αποχετεύσεις σας; Γιατί αφήσατε τα χημικά σας να μολύνουν το ποτάμι; Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Η εκφωνήτρια των ειδήσεων μιλούσε βιαστικά τώρα. Φυσικά δεν έλεγε τίποτα για τα αίτια της αρρώστιας, Μόνο περιέγραφε τον πόνο της χαροκαμένης μάνας. Πρώτο πλάνο τα χέρια της να κρύβουν το κλαμένο πρόσωπό της. Σε παράθυρο το παιδί σε πλάνα αρχείου. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, που επί δύο μήνες ένυπτε τας χείρας του, δηλώνει πως αυτή τη φορά το μαχαίρι θα φτάσει βαθιά μέσα στο κόκαλο. Η μάνα τραβάει τα χέρια της. Τέσσερα άδεια βλέμματα σε γκρο πλαν. Ο Μιχαλάκης είχε τα μάτια της μητέρας του…

«Γαμημένοι άρρωστοι! Αυτό είστε!».

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2005

Ο Σατράπης...


Πρέπει να σταματήσω να γράφω μαλακίες!

Με σιχάθηκα. Τι απερίγραπτη παπαριά Θεέ μου!!! «Στο Τσακ», στα «πρόθυρα της παράνοιας», λεπτές κόκκινες γραμμές και πράσινα άλογα… Πως ξέπεσα πάλι έτσι; Τετριμμένες χιλιοειπωμένες εκφράσεις, «δήθεν» λεκτικά παιχνιδίσματα, και μια ολική εικόνα για πολλές κλωτσιές… Εκανα εικόνα το φινάλε και μου ήρθε να ξεράσω: Φώτα, κάμερες, κόσμος στο background, μια τεντωμένη λεπτή κορδέλα μπροστά μου και εγώ, φωτισμένος από τα φλας και τους προβολείς, μ’ ένα ψαλίδι στα χέρια, να κόβω την λεπτή διαχωριστική γραμμή της παράνοιας!!! Εγκαίνια στην τρέλα!!! Τι μαλάκας!


Τι φοβερό, ενώ είμαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα, η άδικη αυτή μου η μοίρα ενθάρρυνση και επιτυχία να με αρνείται.

Εγώ να προσπαθώ δύο ώρες και με χίλια βάσανα να κάνω ρίμα το «ταμπόν» με το «depon» για να είμαι μεταμοντέρνος και νεοκουλτουριάρης και αυτός ο πούστης να έχει γράψει τέτοια αριστουργήματα… Χωρίς ρίμες, χωρίς εντυπωσιασμούς, χωρίς εξυπνάδες, χωρίς να «κλείνει το μάτι στον αναγνώστη», με απλές λέξεις όπως «καμωμένος», «ενθάρρυνση» και «αρνείται».

Να μ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες κα μικροπρέπειες κι αδιαφορίες…

Τον μισώ τον πούστη τον Καβάφη…
Όχι ρε μουνί… Δεν θα αφεθώ! Δεν ήρθε ακόμα η μέρα να ενδώσω! Άντε γαμήσου κι εσύ και ο Αρταξέρξης σου..! Δεν θα μου κόψεις εσύ την ποίηση, επειδή έγραψες πρώτος δυο τρεις παπαριές… Θα γράψω πάλι! Για τους μοντέρνους Βαρβάρους! Θα με διαβάσεις από κει πάνω και θα με θαυμάσεις αρχίδι…

Ακολουθεί ποίημα. Ναι, με ομοιοκαταληξία. Δεν ζητώ συγνώμη, να πάτε να γαμηθείτε...



Βοήθεια!


Βοήθεια! Κάτι, μου πάει στραβά μου
Και άλλα βλέπουν, τα γκαβά μου…
Δεν βλέπω ανθρώπους, βλέπω λουκάνικα,
Αρχίζω να σκέφτομαι, αμερικάνικα…

Θέλω να πεθάνω, για την νέα τάξη,
Να δώσω τη ψυχή μου στη παγκοσμιοποίηση
Θέλω να περάσω, τις εξετάσεις,
Να πάρει το κορμί μου, ISO πιστοποίηση

Κι εσύ καρδούλα μου με βλέπεις και γελάς,
Πόσα δεν ξέρεις πόσα σου χουνε κρυμμένα
Είναι ο Διάβολος κοντά
Κι έχουμε φτάσει στα μπετά
Δεν είναι η κότα αρκετή, θέλει και μένα…

---
Στην αστερόεσσα ποτέ δεν χώρεσα
Αχ! Το προσπάθησα, μα δεν το μπόρεσα

Πολλές οι ρίγες και λίγος χώρος
Είναι η μίξη μας θανατηφόρος…

Πολλά αστέρια, κι εγώ κομήτης
Ένα κακάδι, βρώμικης μύτης…
---

Βοήθεια, κάτι με βασανίζει
Μία φαγούρα έχω στ’ αρχίδια
Αυτή η αρρώστια που με μαστίζει
Κληρονομιά από τα’ αρχαία μου γονίδια

Πρέπει να πληρώνω, μα δεν έχω μία
Πρέπει να μισώ την τρομοκρατία
Πρέπει να σκοτώνω, ν’ αγαπώ τη ΣΙΑ
Πρέπει να πιστεύω στην ευθανασία

Κι εσύ καρδούλα μου με βλέπεις και γελάς
Ντυμένο έτσι στην ξεκούμπωτη τη ρόμπα
Βαθιά με έχουν μες την γη
Και όπου να ναι θα εκραγεί
Της μαραμένης μου ψυχής η τζούφια μπόμπα

Πέμπτη, Μαρτίου 17, 2005

Στο Τσακ...

Θέλω να ζητήσω συγνώμη για το χθεσινό post μου. Το ξαναδιάβασα σήμερα και το βρήκα αγενές και λίαν αθυρόστομο. Ζητώ συγνώμη. Οι νέοι διψούν για μάθηση και γνώση και εγώ τι τους δίνω; Βρισιές και προσωπικά συμπλέγματα… (να’τες πάλι οι τρεις τελείες…).
Πού πήγε το επίπεδό μου; Η πνευματική μου κουλτούρα; Οι μεγάλοι συγγραφείς που με γαλούχησαν; Οι μεγάλοι ποιητές μου; Ναι! Αυτό είναι! That’s it! Θα στραφώ στην ποίηση… Θα ΚΡΑΤΗΘΩ από την ποίηση, να μη κατρακυλήσω άλλο στο βούρκο του πεζού.
Γιατί ο πεζός μου είναι πολύ πεζός.

Ακολουθεί ποίημα. Λυπάμαι, έχει ομοιοκαταληξία… ζητώ συγνώμη.




Ημιτελές ερωτικό


Στην αμνησία του μυαλού σου
Και στης ψυχής σου το μπετόν

Η απονιά σου θα με σβήσει
Όπως το χρώμα το ασετόν


Στο μαύρο βάθος των σπηλιών σου
Στων σάλπιγγών σου την ηχώ

Τα τείχη μου θα καταρρεύσουν
Μες την δική μου Ιεριχώ


Επεσα πάλι σα πρεζόνι
Μες του κορμιού σου τα σκληρά

Τι να μου κάνει η μεθαδόνη
Σε θέλω κι άλλη μια φορά


Ξέρω πως είναι μικρό και μοιάζει ημιτελές. Αυτό έχει την γοητεία του. Οτιδήποτε ερωτικό πρέπει να είναι ημιτελές. Τέλειος έρωτας δεν υπάρχει. Ο έρωτας είναι σαν το παστίτσιο: Πότε θα έχει πολύ μπεσαμέλ, πότε θα του λείπει αλάτι, πότε τα μακαρόνια θα είναι κριτς κρατς… Ξέφυγα όμως (και μου άνοιξε και η όρεξη!)…

Ξέρω ακόμα πως με την ομοιοκαταληξία απογοήτευσα τους ποιοτικούς οπαδούς… Ζήτησα συγνώμη προκαταβολικά, αλά δεν αρκεί. Έκανα κι άλλα, ακόμα χειρότερα… Είναι ντροπή μου που χρησιμοποίησα «δήθεν» ψεφτοκουλτουριάρικες αποενοχοποιημένες ρίμες του τύπου ΜΠΕΤΟΝ-ΑΣΕΤΟΝ ή ΗΧΩ-ΙΕΡΙΧΩ με κίνδυνο να χαρακτηριστώ Νικολακοπουλικός.

Ζητώ άλλη μια συγνώμη για την τετριμμένη παρομοίωση του στερητικού συνδρόμου του έρωτος με το αντίστοιχο των ναρκωτικών.

Τελικά, overall, το ποίημα μου μάλλον απέτυχε. Μόνον ο χρόνος θα δείξει πόσο κακό θα μου προκαλέσει η αποτυχία αυτή. Ο κίνδυνος της παράνοιας παραμονεύει πάντα. Και είμαι τόσο κοντά στην λεπτή διαχωριστική γραμμή, που μόνο λεπτή δεν μοιάζει! Ένα τσακ είναι… Ένα μικρούλι…
…Τσακ.

Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2005

Γράφω άρα υπάρχω


Δεν υπήρχε σκοτάδι… Τα βρώμικα πλήκτρα του υπολογιστή ακουμπάνε τα δάκτυλά μου μόνα τους… Τίποτα δεν άλλαξε από την τελευταία φορά… Σήμερα είχα γαλήνη… Τρεις τελείες παντού… Πάντα… και παντού. Εκτός από εδώ!

Γράφεις τόση ώρα και ούτε ένα λάθος! Ακόμα και το θαυμαστικό το έβαλες με την πρώτη!! Βέβαια δεν γράφεις και τόσο γρήγορα… Αλλα βάζεις τόνους!!! Και τρία θαυμαστικά μετά τις τρεις τελείες!!! Απίστευτο!

Οπα! Να το πρώτο λάθος! Στο «αλλά» δεν έβαλα τόνο!!! Τι μαλάκας!! Στο «τι» έβαλα τόνο για να δώσω έμφαση, αλλά μου το έσβησε ο διορθωτής του Word!!! Μεγάλο μουνί ο διορθωτής του Word… Απαγορεύεται η Εμφαση!!! Αλλά τα θαυμαστικά δεν μπορεί να μου τα σβήσει!!!! Μπορώ να βάλω όσα θαυμαστικά θέλω!!! ΣΕ ΓΑΜΗΣΑ ΜΑΛΑΚΑ ΔΙΟΡΘΩΤΗ!!!

Όχι ρε πούστη μου! Πρόβλημα!.. Έχω δύο λέξεις υπογραμμισμένες με κόκκινο πιο πάνω…. Μου την έπαιξε το μουνί… Το «Όπα» και το «Έμφαση» θέλουν τόνο στο κεφαλαίο αρχικό… Μου την είχε στημένη το αρχίδι…

-Γιατί κύριε καθηγητά μου να βάλω τόνο στο αρχικό τονούμενο κεφαλαίο φωνήεν; Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει και ο ποιο μαλάκας εκπαιδευτικός πως όταν μια λέξη αρχίζει από τονούμενο κεφαλαίο φωνήεν και είναι πάνω από μια συλλαβή τότε τονίζεται στο γαμημένο το κεφαλαίο αυτό φωνήεν; Δηλαδή πώς στο διάολο θα διαβάσεις την λέξη Εμφαση; Θα την πεις Εμφασή ή Εμφάση, το σπίτι μου μέσα….

Θυμάμαι Ομηρικές μάχες με τον καθηγητή μου των Νέων… Δεν θυμάμαι ακριβώς πως τον λέγανε… Ένας μαλάκας με μουστάκι ήτανε… Ψευτοκουλτουριάρης της συμφοράς… Νινιό νομίζω τον λέγανε… Σαν τον ηθοποιό, αλλά πιο μαλάκας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι ο καθηγητής μου ποτέ δεν θα γύριζε ερωτικές σκηνές με την χοντρή… Από την άλλη πάλι ποτέ δε ξέρεις…

Ο Νινιός που λέτε ήταν κλινική περίπτωση… Γούσταρε τρελά τον Ρίτσο… Συνέχεια και μόνο Ρίτσο μας έκανε μάθημα… Ποιήματα του Ρίτσου, πεζά του Ρίτσου, τραγούδια του Ρίτσου… του Ρίτσου η μάνα κάθουνταν! Και ξέρετε πόσα έχει γράψει ο Ρίτσος??? Της πουτάνας τα μάτια, τόμοι ολόκληροι, βιβλιοθήκες ολόκληρες γεμίζεις με τις παπαριές του!!! Πολυγραφότατος ο καριόλης…

Τέλος πάντων, εγώ, μεγάλο μουνόπανο από τότε του την έλεγα συνέχεια… Ο Νινιός μας τά χε πρήξει πως οι τρείς μεγάλοι μας λογοτέχνες είναι ο Ελύτης ο Σεφέρης και ο Ρίτσος. -Γιατί κύριε καθηγητά ο Ρίτσος δεν έχει πάρει ποτέ νόμπελ…; Έκανε πως δεν καταλάβαινε την λεπτή μου ειρωνεία… Απαντούσε σοβαρά σοβαρά ότι πρόκειται περί τεραστίας αδικίας, επειδή είναι κομμουνιστής και ένα κάρο παπαριές που δεν τις θυμάμαι τώρα και καλά κάνω. Λες και έχει πάρει ποτέ νόμπελ μη κομουνιστής…

Τον Νινιό τον είδα τελευταία φορά το ‘85… Ο Ρίτσος πέθανε το ’90. Χωρίς Νόμπελ… Εχει δοθεί ποτέ νόμπελ μετά θάνατον; I don’t think so… Με τον καημό πήγε ο Ρίτσος, με τον καημό θα πάει και ο Νινιός, αν δεν έχει πάει ήδη να τον βρει… Αν έχει πάει πάντως, τους φαντάζομαι εκεί ψηλά αριστερά, στον παράδεισο των κομουνιστών, μαζί καθισμένους σε ένα παγκάκι, ο ένας να χαϊδεύει το μούσι του κι ο άλλος το μουστάκι και να απαγγέλλουν μαζί την Ρωμιοσύνη. Τους ανθρώπους που ’χουν πάθη μη τους κλαις! Να κλαις αυτούς που έχουν πάθει…

Υπογράμμιζε όσα κόκκινα θες μαλάκα Word, στα παπάρια μου σε γράφω… Αμάν!!! Το «παπάρια» γιατί το υπογράμμισε;!!! Χαχα φοβερό!!! Η απόδειξη ότι ο διορθωτής δεν έχει παπάρια!!!
Και το «χαχα» υπογράμμισε ο μαλάκας!!!
Ούτε χιούμορ έχει!!!