Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2005

Σατανιστικές Ιστορίες

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει καθώς οι δυο τους ανέβαιναν βιαστικά τον μικρό κατάφυτο λόφο. Εκείνος περπατούσε μπροστά της, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων που όλο και πύκνωναν. Το μονοπάτι είχε από ώρα αρχίσει να στενεύει και τώρα πια βάδιζαν σε ένα εντελώς απάτητο μέρος του λόφου.
Η διαίσθησή του τού έλεγε πως όλο και κάποιο ξέφωτο θα ήταν κοντά. Και μόλις θα φτάνανε στο ξέφωτο…

Η κοπέλα είχε εδώ και πολύ ώρα αρχίζει να κουράζεται. Είχαν αφήσει το αυτοκίνητο στην άκρη της πλαγιάς και θα πρέπει να περπατούσαν για τουλάχιστον μια ώρα πάνω στον λόφο. «Μα πόσο μακριά είναι το αστυνομικό τμήμα επιτέλους…» σκέφτηκε στα αλβανικά, «…και πως στο διάολο τους ήρθε να το φτιάξουν εδώ πάνω…».

Εκείνος σχεδόν χαμογέλασε στο άκουσμα του ονόματος του πατέρα του…Το θεώρησε καλό σημάδι. Εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν πως μπορούσε να διαβάζει και σκέψεις στα αλβανικά..! «Οι δυνάμεις μου διαρκώς αυξάνονται…», σκέφτηκε με ικανοποίηση…

Εκείνη δεν είχε ιδέα πως μπορούσε να διαβάσει την σκέψη της. «Γκαμώτο, τι μαλακία να μην έκω τον διμπατήριο μαζί μου…» σκέφτηκε τώρα σε σπαστά ελληνικά…

Την είχε σταματήσει στην διασταύρωση έξω από την πόλη. Εκείνη πεζή. Εκείνος την είδε από μακριά και αμέσως έβαλε σε εφαρμογή το πανούργο σχέδιό του. Σχέδιο σατανικό, αλάνθαστο! Σταμάτησε το Ι.Χ. του δίπλα της και με αποφασιστικό ύφος ξεστόμισε τις λέξεις που για πέντε ολόκληρα χρόνια πρόβαρε, μέσα στο σκοτεινό του κελί:
- «Αστυνομία! Δείξε μου τα χαρτιά σου…»
Εκείνη πάγωσε!
- «…!»
- «Τι με κοιτάς σαν χαζή; Σου είπα δείξε μου τα χαρτιά σου!»
- «Εγκώ… ντεν…», έκανε να ψελλίσει, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση της… Τα μάτια της είχαν καρφωθεί στο τατουάζ με το παράξενο σχέδιο πάνω στο μπράτσο του.
- «Ξένη είσαι;», προσποιήθηκε πως δεν το ήξερε εκείνος.
Εκείνη δεν μίλησε. Κοίταζε με τρόμο το τατουάζ που άρχισε να μεταμορφώνεται και από παράξενο σχέδιο με γωνίες τώρα έπαιρνε την μορφή ενός μικρού φιδιού που της έβγαζε γλώσσα.
- «Αστυνομία!», της είπε ξανά. Του άρεσε έτσι όπως ακουγόταν. «Δεν έχεις διαβατήριο κοπέλα μου;».
Ήξερε βέβαια πολύ καλά πως δεν είχε μαζί της τίποτα. Ήξερε μέχρι και σε ποιο ακριβώς συρτάρι του κομοδίνου της είχε αφήσει το διαβατήριό της.

Εκείνη με δυσκολία κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα της από το τατουάζ που τώρα ήταν ένα καζάνι που κόχλαζε και από μέσα του μπαινόβγαιναν γυμνά κορμιά με μεγάλα στήθη και τεράστιους φαλλούς…
- «Ντε… ντεν το έκω μαζί μου…», κατάφερε να ψελλίσει…
- «Έλα μαζί μου, θα πάμε στο τμήμα για εξακρίβωση!», της είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση ενώ της άνοιγε την πόρτα του συνοδηγού.

«Όλα πήγαν τέλεια…» σκέφτηκε με ικανοποίηση ενώ συνέχιζε να προχωράει ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα κλαδιά… Η μικρή ηλίθια Αλβανή δεν κατάλαβε τίποτα, ακριβώς όπως το περίμενε. Μόνο για μια στιγμή ανησύχησε, όταν εκείνη του είπε πως πάνε ανάποδα και πως το χωριό (και το τμήμα) είναι από την αντίθετη πλευρά… Αυτό δεν το είχε υπολογίσει! Το σχέδιό του κινδύνευε να τιναχτεί στο αέρα!!!
Γύρισε και την κοίταξε με τα σατανικά του μάτια. «Λαμί ασβά εοσφορνίλ…» της είπε στην γλώσσα του πατέρα του και εκείνη ως δια μαγείας φάνηκε να ησυχάζει… Ο Διάβολος δεν τον είχε εγκαταλείψει, ήταν πάντα μέσα του και την κρίσιμη στιγμή, αποφάσισε να επέμβει και να τον σώσει για μία ακόμα φορά…

Το ξέφωτο ήταν πια μόνο λίγα μέτρα μακριά… Το ένιωθε… Αν δεν υπήρχε το ολοστρόγγυλο φεγγάρι που σιγά-σιγά ανέβαινε στον ουρανό, το σκοτάδι θα είχε καλύψει τα πάντα… Φυσικά έτσι το είχε σχεδιάσει από την αρχή. Να πάρει την άδειά του από την φυλακή στην πανσέληνο της εαρινής ισημερίας…
Άκουγε από πίσω του την ανάσα της… Γρήγορη, άρρυθμη, λαχανιασμένη ανάσα που τον ερέθιζε ακόμα πιο πολύ… Σε λίγο φτάνανε στο ξέφωτο… σε λίγο όλα θα είχαν τελειώσει… Σε λίγο θα…

Η φωνή της διέκοψε τις σκέψεις του.
- «Κύριος μπάτσος;»
- «Λέγε με Αμων!». «Τι σημασία έχει πια να κρύβομαι;», σκέφτηκε αυτός…
- «Κύριος Αμων…» συνέχισε απτόητη εκείνη, «…έχει βραδιάσει, και έχουμε προχωρήσει τόσο μακριά μέσα στο δάσος… Φοβάμαι πολύ… Και είναι τόσο απόμερη αυτή η πλαγιά…»
- «Τι να πω κι εγώ μωρή, που θα γυρνάω και μόνος μου;!!!»

Εκείνη πάγωσε!!! Ξαφνικά τα κατάλαβε όλα!!! Μια έκρηξη στο μυαλό της, μια λάμψη που φώτισε όλες τις τόσο πρόσφατες μα και τόσο σκοτεινές της αναμνήσεις!!! «Το αμάξι! Το αμάξι δεν έμοιαζε με περιπολικό», σκέφτηκε έντρομη… Σαν σε χαλασμένη μηχανή προβολής προβάλλονταν αστραπιαία στο μυαλό της όλη η φρικτή αλήθεια… Το μακό μπλουζάκι του, αυτό με την στάμπα των «Μπλακ Σάμπαθ» που δεν έμοιαζε και πολύ με στολή αστυνομικού… Η σελίδα του ημερολογίου που είχε δει στα κλεφτά πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου του, την ώρα που εκείνος είχε βγει να κατουρήσει… Εδειχνε πως σήμερα ήταν Σάββατο! «Σάμπαθ – Σάββατο» σκέφτηκε τρομοκρατημένη… Στην σελίδα είχε και μία σημείωση: «ραντεβού με τον μπαμπά στον λόφο για τον βιασμό και την θυσία», κάτω από ένα παράξενο σχέδιο με γωνίες που κάπου το είχε ξαναδεί!
Το τατουάζ!!! Το φρικτό και απαίσιο τατουάζ! Και πάνω από όλα εκείνον!!! Κάπου τον είχε ξαναδεί… Κάτι της θύμιζε… Κάτι φρικτό, κάτι αποτρόπαιο… Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά της ήταν αδύνατον… Πίεσε το μυαλό της όσο μπορούσε αλλά ο τρόμος και ο πανικός της δεν την άφηναν να σκεφτεί καθαρά… Οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν. Εκει, στην μέση του λόφου, δέκα μόλις μέτρα από το ξέφωτο, έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε λιπόθυμη…

- «Τι στο Χριστ… Όχι ρε πούστη μου!!!» Ούρλιαξε με απογοήτευση εκείνος μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί… «Όχι ρε γαμώτη μου και πήγαιναν όλα τόσο τέλεια…»
Είχε φτάσει τόσο κοντά στον στόχο του, αλλά αυτή η λιποθυμία του τα χάλασε όλα… Κοίταξε το ακίνητο κορμί της. Έστρεψε το βλέμμα του προς το ξέφωτο. Ηταν τόσο κοντά… Για μια στιγμή σκέφτηκε να συνεχίσει το σχέδιό του. Τόσο κοντά… Ηταν απλό… Μπορούσε να την σηκώσει στα χέρια του, να την πάει μέχρι το ξέφωτο, να την βιάσει, να την σκοτώσει, να βγάλει με τα χέρια του την καρδιά της, να ρουφήξει το αίμα της, να αφιερώσει την ψυχή της στον πατέρα του τον Σατανά .

Όμως ΟΧΙ!!! Μπορεί να είναι σατανιστής, αλλά ανέντιμος δεν είναι… Δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει τέτοια πράγματα σε μια λιπόθυμη γυναίκα… Όχι, όχι αυτός! Θα ήταν ντροπή...

Την σήκωσε στα χέρια λοιπόν, την πήγε στο αμάξι του, της έγραψε ένα πρόχειρο σημείωμα (πίσω από τη σελίδα του ημερολογίου με το ραντεβού), με το όνομά του, το τηλέφωνό του, τον αριθμό της πινακίδας του αυτοκινήτου του και μια ζωγραφισμένη καρδούλα με βελάκια και την άφησε έξω από το αστυνομικό τμήμα…

Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς... μη χειρότερα να λέμε…

Μη χειρότερα…





7 σχόλια:

Η Κουρούνα είπε...

Πες τα, Χρυσόστομε. Ούτε το Ένταμ δεν έχει τόσες τρύπες όσο το σενάριό τους...

Blogarismenh είπε...

λυ λο Μπλιαξ!! Λυυυυυ λοοοοο!!!Α ναι πρέπει να μεταφράσω και τι σημαίνει το λυ λο ε; Λυ λο=Πολύ καλό ;-D

Nassos K. είπε...

Πολύ καλό Bliax.
Αν όλοι σας γράφετε έτσι θέλουμε κι άλλους αποτυχημένους δημοσιογράφους - ποιητές - συγγραφείς - λογοτέχνες.

Bliax είπε...

Κουρούνα: Κράξτους κουρούνα μου, το αξίζουνε!

Blogarismenh: Σε ευχαριστώ, είσαι ...Λυ λη ;)

CrazyMonkey: Γλώσσα Τρελού Πιθήκου είναι πολύ ευγενική για χλωμό Bliax!

ANemos είπε...

Μας άκουσε πάλι όλο το γραφείο να γελάμε...

Bliax είπε...

Για γέλια και για κλάματα...

Old Boy είπε...

Όλα τα τέκνα του εωσφόρου αλληλοϋποστηρίζονται. Αποκαλύφθηκες. Ύπαγε οπίσω μας.