Το μπλόκο έσπασε στις 11.45 λίγο πριν τα μεσάνυχτα.
Πολλοί ακόμα πιστεύουν πως επρόκειτο για οργανωμένη επιχείρηση, εγώ όμως ξέρω τι έγινε γιατί ήμουν εκεί. Εκεί που η οδός Universidad ενώνεται με την λεωφόρο Reina Sabiduria, στην πρώτη σειρά των διαδηλωτών. Μπροστά μας, στα 2 μέτρα, 3 διμοιρίες των FEAE (Fuerza Especial Antiterrorista de Elite) παρατεταγμένες σε τρεις σειρές έφραζαν τον δρόμο για την βουλή.
Ο κυρίως όγκος των διαδηλωτών είχε μαζευτεί στην Plaza de la Constitucion. Εκεί η φασαρία είχε ήδη αρχίσει. Μπορούσαμε να ακούσουμε καθαρά τα συνθήματα των οργανωμένων του Fronde Sindical de Trabajadores και των άλλων εργατικών ενώσεων, αλλά και τον ήχο των δακρυγόνων και των κρότου-λάμψης. Εκεί ήταν συγκεντρωμένος και ο μεγαλύτερος και ο πιο «επίλεκτος» όγκος των μπάτσων της FEAE.
Εμείς εδώ στην Universidad, απλός λαός χωρίς οργάνωση, χωρίς ντουντούκες, χωρίς κοντάρια και σημαίες, με εμπροσθοφυλακή ...εμένα, μια γιαγιάκα αριστερά μου που τυλιγμένη στην μαύρη της μαντίλα θα πρέπει να πλησίαζε τα 80 και μια ηλίθια έγκυο στα δεξιά μου. Όχι ακριβώς η ιδανικότερη γραμμή κρούσης που θα μπορούσαμε να έχουμε, είναι η αλήθεια...
Όλα ξεκίνησαν όταν ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί από την πλευρά της Plaza de la Constitucion. Όλοι στην Universidad πάγωσαν μόλις άκουσαν αυτούς τους τρομαχτικούς ήχους και μια ξαφνική σιωπή απλώθηκε στην περιοχή.
Φασαρία, συνθήματα, πυροβολισμοί, απόλυτη σιωπή.
Και αμέσως μετά το χάος...
Οι μπάτσοι της πρώτης σειράς άρχισαν να κτυπάνε αδιακρίτως όποιον έβρισκαν μπροστά τους, οι διαδηλωτές πίσω μας άρχισαν να σπρώχνουν με όλη τους την δύναμη φωνάζοντας «δολοφόνοι»। Το πρώτο κλομπ με βρήκε στο χέρι την στιγμή που κάποιο αρχέγονο ανακλαστικό με οδήγησε μπροστά από την έγκυο σε μια προσπάθεια να την προστατέψω από τα κτυπήματα... Θυμάμαι ακόμα πως μέσα σε όλο αυτό το πανικό εκείνη την στιγμή το μυαλό μου είχε αμφισβητήσει έντονα την αναγκαιότητα προστασίας του συγκεκριμένου είδους ηλιθιότητας, αλλά τελικά το ένστικτο υπερίσχυσε της λογικής μου και βρέθηκα να αγκαλιάζω την έγκυο με την πλάτη μου να γίνεται ασπίδα στα κλομπ। Για τα χημικά δεν μπορούσα να κάνω και πολλά, από την στιγμή μάλιστα που οι μπάτσοι που τα έριχναν έδειχναν μια ιδιαίτερη προτίμηση προς το πρόσωπο της। Προσπάθησα να την σπρώξω προς τα πίσω, αλλά έτσι όπως είχα γυρίσει και κοίταζα το πλήθος πίσω της κατάλαβα πως αυτό ήταν αδύνατον.
Κραυγή στα δεξιά μου. Η γιαγιά έπεσε στο έδαφος ουρλιάζοντας, το κτύπημα πρέπει να την είχε βρει στο πρόσωπο. Η μαντίλα είχε λυθεί από το κεφάλι της και ένα κόκκινο σημάδι κάλυπτε το μάγουλό της από το αυτί μέχρι και την μύτη της. Δεν είμαι ήρωας, και μάλλον ούτε και ιδιαίτερα έξυπνος κρίνοντας από την κατάσταση που είχα φέρει των εαυτό μου, παρόλα αυτά άπλωσα το δεξί μου χέρι μπροστά από την γιαγιά σε μια προσπάθεια να την προστατέψω, αλλά εκείνη το έπιασε για να στηριχτεί και σηκώθηκε όρθια. Με κοίταξε για μια στιγμή καθώς προσπαθούσε να βρει ξανά την ισορροπία της με ένα βλέμμα που ακόμα το βλέπω μπροστά μου κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου. Το χέρι μου είχε μείνει εκεί στον αέρα μπροστά της, έκπληκτο που δεν είχε σπάσει ακόμα... Γιατί ο μπάτσος που κτύπησε την γριά είχε σταματήσει να την κτυπάει και είχε απομείνει με το κλομπ ψηλά στο ένα του χέρι και την ασπίδα στο άλλο, ακίνητος, σαν άγαλμα του Αγνώστου Ματατζή!... Κοιτούσε αποσβολωμένος την γιαγιά που προσπαθούσε να τυλίξει την μαντίλα της ξανά γύρω από το κεφάλι της. Μαζί του, ακίνητοι είχαν μείνει και οι δύο άλλοι μπάτσοι δεξιά του και αριστερά του και κοιτούσαν την γιαγιά με την σειρά τους.
Σαν ένα αόρατο τοίχος να έχει καλύψει την περιοχή μας, σαν να έχουμε περάσει σε μια αλλόκοτη άλλη διάσταση απόλυτης ησυχίας μέσα στον υπόλοιπο πανικό γύρω μας, αλλά και πολύ μακριά από αυτόν, εγώ και η έγκυος στην αγκαλιά μου να κοιτάμε σαν ηλίθιοι τους τρεις ακίνητους μπάτσους που κοιτούσαν σαν ηλίθιοι την γιαγιά και το μόνο που ακούγονταν ήταν οι κτύποι της καρδιάς μας, σε ένα σκηνικό απόλυτου σουρεαλισμού.
-«Σενιόρα Κριστίνα...», ακούστηκε να ψελλίζει ο μεσαίος Ματατζής...
-«Παμπλίτο εσύ είσαι πασάκα μου», αναγνώρισε την φωνή πίσω από το κράνος η γριά...
Το αόρατο τοίχος εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί και ο ήχος από τα κλομπ και τα ουρλιαχτά γύρω μας επέστρεψε ακόμα πιο δυνατός. Οι μπάτσοι δεξιά και αριστερά μας είχαν κερδίσει μερικά μέτρα σπρώχνοντας και χτυπώντας με ορμή το πλήθος και ένα ημικύκλιο είχε σχηματιστεί με εμάς στην κορυφή του στην μέση ακριβώς της Universidad. Οι τρεις μπάτσοι μπροστά μας παρέμειναν ακίνητοι ακόμα και όταν ένας αρχιμπάτσος εμφανίστηκε έξαλλος πίσω τους φωνάζοντας «πάμε ρε, πάμε». Με το ένα χέρι έσπρωξε τον μεσαίο ματατζή, τον Παμπλίτο, πάνω μου και με το άλλο χτύπησε την γριά στο κεφάλι. Σχεδόν ακαριαία ο Παμπλίτο γύρισε και χτύπησε τον αρχιμπάτσο στο πρόσωπο ακριβώς πάνω στην μύτη του, ενώ οι άλλοι δύο του πιάσανε τα χέρια. Ο Παμπλίτο συνέχισε να τον κτυπάει με μανία, οι υπόλοιποι ματατζήδες τριγύρω σταμάτησαν το έργο τους και κοιτούσαν σαν χαμένοι τους τρεις συναδέλφους τους να κτυπάνε τον διοικητή τους. Ο Παμπλίτο, εκτός εαυτού, ούρλιαζε «γαμώτο, γαμώτο...» και κατέβαζε το κλομπ του κάθε φορά με όλο και περισσότερη δύναμη στο πρόσωπο και στο σώμα του αρχιμπάτσου.
Παράτησε το κλομπ και την ασπίδα με δύναμη πάνω στον αρχιμπάτσο και έπιασε με τα δυο του χέρια τον έναν από τους δύο που τον κρατούσαν: «Τι κάνουμε εδώ γαμώτο; Τι κάνουμε εδώ..;», με την γρια, ζαλισμένη ακόμα από το κτύπημα του αρχιμπάτσου να έχει αγκαλιάσει τον Παμπλίτο από την μέση και να προσπαθεί να τον σταματήσει.
Μια νέα διμοιρία άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος τους από τα μετόπισθεν με στόχο να σώσουν τον αρχιμπάτσο από τον Παμπλίτο, αλλά σχεδόν αυτόματα η διμοιρία του Παμπλίτο γύρισε την πλάτη της στους διαδηλωτές και σχημάτισε μια ανθρώπινη ασπίδα μπροστά του.
Και το μπλόκο έσπασε, εκείνη την στιγμή 11.45 λίγο πριν τα μεσάνυχτα.
Από κει και πέρα δεν θυμάμαι και πολλά... Ο κόσμος πίσω μας άρχισε να σπρώχνει ακόμα πιο δυνατά, η διμοιρία του Παμπλίτο μπροστά μας άνοιγε δρόμο ανάμεσα στις άλλες διμοιρίες που προσπαθούσαν να μας σταματήσουν, άλλη μια διμοιρία ήρθε με το μέρος μας και πριν καλά-καλά το καταλάβουμε είχαμε ήδη διασχίσει κάθετα την λεωφόρο Reina Sabiduria και την πόρτα του πάρκιν της βουλής και βρισκόμασταν τώρα μπροστά από την πλαϊνή είσοδο, σε διάταξη βέλους, η μία διμοιρία να καλύπτει την αριστερή δίοδο προς την πόρτα, η διμοιρία του Παμπλίτο την δεξιά και εγώ πρώτος στην κορυφή με την έγκυο πίσω μου να σπρώχνει σαν δαιμονισμένη... δεν ξέρω αν οι υπάλληλοι και οι φρουροί της πόρτας είχαν αιφνιδιαστεί από την εξέλιξη των πραγμάτων, ή είχαν υποτιμήσει την δραματικότητα της κατάστασης και την ορμή του όχλου, γεγονός ήταν πάντως πως η πόρτα δεν ήταν κλειστή, εκείνη την ώρα προσπαθούσαν να την κλείσουν, και, από ένα καπρίτσιο της μοίρας, το δικό μου πόδι ήταν αυτό που μπήκε σαν σφήνα ανάμεσα στα δυο φύλλα της πόρτας και την κράτησε ανοιχτή...
Υπάρχει μια διεστραμμένη δύναμη που κινεί το σύμπαν και οδήγησε εμένα που βρισκόμουν στην διαδήλωση περισσότερο για τον χαβαλέ και καθόλου γιατί πίστευα ότι κάτι μπορεί να βγει από αυτό, να περάσω το κατώφλι του κοινοβουλίου, πρώτος, πίσω μου σταθερά η έγκυος και πιο πίσω να μας σπρώχνουν γύρω στις 300.000 λαού που ήταν στην Universidad... Θέλω να πω, το να σταματήσω να σκεφτώ τι κάνω εγώ εδώ πέρα, που πάω και άλλα τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα, δεν υπήρχε ως επιλογή... Η μόνη επιλογή, όπως μου είχε διδάξει και η εμπειρία μου από τα γήπεδα είναι να τρέχω και να μείνω πάση θυσία όρθιος, γιατί αν πέσεις κάτω θα σε ποδοπατήσουν μέχρι θανάτου... Έτρεχα λοιπόν στον διάδρομο, μετά στην σκάλα και τελικά έφτασα στην μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων, την ώρα ακριβώς που οι βουλευτές προσπαθούσαν πανικόβλητοι να καταλάβουν τι συμβαίνει και έψαχναν τρόπους διαφυγής από την αίθουσα... Μερικοί είχαν ήδη βγει αλλά οι περισσότεροι ήταν ακόμα μέσα. Σχεδόν όλοι γύρισαν και κοίταξαν με τρόμο προς την πόρτα την στιγμή ακριβώς που έμπαινα μέσα. Τη στιγμή εκείνη συνειδητοποίησα πως κανένας ηθοποιός όσο καλός κι αν είναι δεν έχει αποδώσει σωστά τον τρόμο και τον πανικό που είδα μέσα στα μάτια τους... Και η σκέψη πως τους προκαλούσα πρώτος από όλους εγώ αυτόν τον πανικό με έκανε να νοιώσω αλλόκοτα...
-«Καλύψτε αυτές τις πόρτες» φώναξα σε αυτούς που έμπαιναν πίσω μου, δείχνοντας της δύο εξόδους στο βάθος τις αίθουσας.
–«Και μην αφήσετε να βγει κανένας από δω μέσα» πρόσθεσα με μια φωνή που δεν ήταν η δικιά μου... και άρχισα να τρέχω χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, ανάμεσα στα κεντρικά έδρανα της βουλής προς το μέρος όπου είναι το προεδρείο.
Οι υπόλοιποι ακολούθησαν την οδηγία μου, αλλά δεν χρειάστηκε να φτάσουν μέχρι εκεί μια που ξαφνικά όσοι βουλευτές είχαν προλάβει να βγουν από τις δύο εξόδους, επέστρεφαν κακήν-κακώς πίσω στην αίθουσα σπρωγμένοι από το πλήθος που είχε κάνει ήδη τον κύκλο έξω από την αίθουσα και έμπαινε τώρα και από τις τρεις πόρτες... Μαζί τους σπρώχνανε και κάποιους σωματοφύλακες των υπουργών. Δυο-τρεις από αυτούς έβγαλαν περίστροφα και προσπάθησαν να πυροβολήσουν αλλά ήταν τόσο στριμωγμένοι που δεν κατάφεραν να ρίξουν παρά μόνο 1-2 πιστολιές κι αυτές στον αέρα.
Κάποια στιγμή κατάφερα να φτάσω στο προεδρείο και προσπάθησα να πατήσω το κουμπί του μικροφώνου. Δεν έχω ιδέα τι ήθελα να πω, αλλά έτσι κι αλλιώς έφτασαν αμέσως μετά από μένα κι άλλοι που ήθελαν να μιλήσουν και αυτοί και πάνω στον πανικό τα μικρόφωνα έγιναν ένα κουβάρι και όλη η εγκατάσταση ξηλώθηκε και αχρηστεύτηκε...
Είναι μάταιο το να προσπαθήσει κάποιος να περιγράψει το χάος που ακολούθησε...
Οι βουλευτές είχαν μαζευτεί στο κέντρο της αίθουσας οι περισσότεροι κουλουριασμένοι και το πλήθος του λαού έπιανε έναν-έναν από αυτούς και άρχιζε να τον κτυπάει με ότι είχε ο καθένας... Μπροστά στο προεδρείο μια μεσήλικη γυναίκα κτύπαγε τον Ανδρέο Βερδόν του Movimiento Sociale με μια κατσαρόλα και μια κουτάλα που είχε φέρει μαζί της στην διαδήλωση... Δίπλα της ένας τύπος γύρω στα 40 είχε πιάσει από το λαιμό τον αιμόφυρτο Πάκο Πάμπλο του Nueva Partida Dimocracia και ούρλιαζε «τα φάγατε όλα Γαμιόλη» ενώ του κτύπαγε το κεφάλι με μια πέτρα. Τρεις είχαν ξαπλώσει το τεράστιο κορμί του Τεόντορο Μαγκάλο στο πάτωμα και του κτυπούσαν το κεφάλι πάνω στο δάπεδο ενώ ένας τέταρτος που φορούσε ένα μπλουζάκι του διάσημου Νοτιοαμερικάνου τραγουδιστή Απόστολο Βοσκουάλ, πηδούσε ψηλά και κοιτούσε το πλήθος φωνάζοντας «την Αντζελίνα, την Αντζελίνα»!
Η αίθουσα τώρα ήταν γεμάτη από κόσμο και είμαι σίγουρος πως χιλιάδες λαού ήταν ακόμα απέξω και προσπαθούσαν να μπουν μέσα ή μάχονταν με τις δυνάμεις των Ματ, όσες τουλάχιστον δεν είχαν έρθει ακόμα με το μέρος μας...
Βρισκόμουν ψηλά πάνω στο προεδρείο και μπορούσα από εκεί να δω όλη την αίθουσα κάτω μου... δεν ένοιωθα ακριβώς σαν Ρωμαίος Καίσαρας που παρακολουθεί την σφαγή ψηλά στον θρόνο του, η αλήθεια είναι πως και να ήθελα δεν μπορούσα να φύγω από εκεί με όλο τον κόσμο που στριμωχνόταν δεξιά μου και αριστερά μου, έμεινα έτσι αποχαυνωμένος να κοιτάζω το μακελειό που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια μου...
Στο βάθος της αίθουσας σε ένα σημείο λίγο πάνω και δεξιά στα έδρανα επικρατούσε ακόμα μεγαλύτερη αναταραχή. Ουρλιαχτά πόνου ανακατεμένα με τρανταχτά γέλια ακούγονταν καθαρά μέσα στην υπόλοιπη οχλαγωγία αλλά το μόνο που μπορούσα να δω ήταν τα σώματα των διαδηλωτών που φαίνονταν σαν να έχουν βάλει κάτω κάποιον και να του σκίζουν τα ρούχα. Και μπορούσα να δω κομμάτια από σακάκι και παντελόνι να πετάγονται στον αέρα, αλλά μόνο όταν το πλήθος ολοκλήρωσε το έργο του κατάφερα να διακρίνω έναν ολόγυμνο Κοστάντιο Καρμαλόν, έντρομο, ματωμένο, να τον έχουν σηκώσει στα χέρια οι διαδηλωτές και να τον μεταφέρουν, σαν ροκ σταρ, χέρι με χέρι προς το κέντρο της αίθουσας. Σχεδόν αμέσως όλες οι άλλες φωνές σταμάτησαν και το μόνο που άκουγες στην αίθουσα ήταν «ο Κοστάντιο!» «ο Κοστάντιο!». Για να είμαι ειλικρινής ακουγόταν ακόμα ο τύπος που χοροπηδούσε και φώναζε «την Αντζελίνα, την Αντζελίνα!» αλλά η φωνή του ίσα που ακουγόταν τώρα...
Η εικόνα ήταν αποκρουστική... Ακόμα και σε αυτήν την κατάσταση, ακόμα και για τον πρώην Πρωθυπουργό, η οργή με την οποία του επιτέθηκαν όταν τον φέρανε τελικά στο κέντρο της αίθουσας κάτω από το προεδρείο, μπροστά μου, ήταν σκηνή ζούγκλας. Σίγουρα έχετε δει ύαινες να επιτίθενται σε λιοντάρι για να του αρπάξουν το θήραμά του, αλλά έχετε δει ποτέ τι συμβαίνει όταν ένα κοπάδι λιονταριών πετυχαίνει μετά την ύαινα μόνη της; Αυτό έβλεπα εκείνη τη στιγμή... Εξαθλιωμένα, απελπισμένα, καταρρακωμένα, ανθρώπινα θηρία να ξεσκίζουν τις σάρκες αυτών που τους έκαναν έτσι...
-«Όλους, σκοτώστε τους ΟΛΟΥΣ!..» φώναζε μια γυναίκα που είχε σκαρφαλώσει από κάτω από το προεδρείο που καθόμουν πάνω στο βήμα του ομιλητή...
-«Όχι όλους! Μόνο αυτούς που κυβέρνησαν» άκουσα την φωνή μου να λέει..! χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα γιατί ήθελα να σώσω έστω κι έναν από κει μέσα...
Ακολούθησε χαμός... Όσοι είχαν τελειώσει με τον Κοστάντιο, γεμάτοι αίμα στα χέρια και στις μπλούζες τους, μερικοί ακόμα και με αίμα στα πρόσωπά τους, συνέχισαν να ψάχνουν για νέα θύματα, φωνάζοντας κι αυτοί «όλους, όλους», μερικοί που παρακολουθούσαν δίπλα μου φώναζαν «όχι, μόνο αυτούς που κυβέρνησαν», «Όλους!» φώναζε κοφτά ένας, προφανώς εργάτης, που είχε πιάσει τον Αδόνιο Χορχέδο του δεξιού Populario Catolico Alarma και του κτύπαγε το στόμα στην γωνία του εδράνου μπροστά του, «Όχι όλουθ ρε παιδιά» πρόλαβε να ψελλίσει μέσα από τα δόντια που του είχαν απομείνει ο Aδόνιο. «Πάλι μιλάς ρε;» του φώναξε ο εργάτης και συνέχισε να τον κτυπάει με μεγαλύτερη μανία πάνω στο έδρανο...
Το «Όλους» και το «όχι Όλους» ακουγόταν τώρα σε όλη την αίθουσα, ένα άτυπο δημοψήφισμα του λαού μέσα στην ίδια την βουλή!
Από εκεί που καθόμουν ήταν εμφανές πως τα «όλους» ήταν περισσότερα... Κοίταξα το ρολόι μου. 12 παρά 1, είναι απίστευτο αλλά είχαν περάσει μόλις 14 λεπτά από τότε που άρχισαν όλα. Πήρα ένα ξύλινο σφυρί που βρήκα κάτω από το γραφείο και άρχισα να το κτυπάω με όλη μου την δύναμη πάνω στο έδρανο του προεδρείου... Για ένα παράξενο λόγο η αίθουσα ησύχασε αρκετά ώστε να με ακούσει να φωνάζω: «Ο λαός αποφάσισε: ΟΧΙ ΟΛΟΥΣ! Μόνο αυτούς που κυβέρνησαν και μας έφεραν σε αυτήν την κατάσταση. Φτάνει οι υπόλοιποι να έρθουν μαζί μας!»
Αρκετοί φώναξαν «ναι» (βουλευτές του αριστερού συνασπισμού και του Partido Comunista κυρίως μαζί τους και η Καρναθιόνα Κανέλε που την είχαν φέρει σηκωτή από το ...καπνιστήριο), ο πολύς λαός έκανε ένα μουδιασμένο «μμμ ναι», και μερικοί συνέχιζαν να φωνάζουν «όλους ρε όλους» αλλά όχι το ίδιο φανατισμένα όσο πριν. Ο Χόρχε Καραφέρε ο πρόεδρος του Populario Catolico Alarma, εκμεταλλεύτηκε την στιγμιαία σαστιμάρα αυτών που τον είχαν πιάσει και τον κτύπαγαν, φώναξε με όλη του την δύναμη «με το Λαό ρεεεεεε!» και με πολύ περισσότερη ορμή από όση του επέτρεπαν τα κιλά του, πήδηξε δυο έδρανα πιο κάτω, έσπρωξε αυτούς που κτύπαγαν την Ντορέτα και άρχισε να την γρονθοκοπεί αυτός με μανία...
Κάπως έτσι, ολοκληρώθηκε το πρώτο λαϊκό δημοψήφισμα μετά την, κυριολεκτική είναι η αλήθεια, διάλυση της Βουλής. Με μια απόφαση-μαϊμού σε μια Βουλή-ζούγκλα... Παράξενη που είναι η Λαϊκή Δημοκρατία...
Το σκηνικό τώρα είχε διαφοροποιηθεί κάπως... Μετά το αρχικό μούδιασμα, όπου έψαχνε ο ένας να δει ποιον βαράει ο άλλος και αν ήταν του Movimiento Sociale ή της Nueva Partida Dimocracia, πολλοί παράτησαν αυτούς που είχαν πιάσει και άρχισαν την αναζήτηση νέων στόχων... Ο εργάτης που είχε τον Αδόνιο τον άφησε απρόθυμα, ρίχνοντάς του πάντως μια τελευταία κουτουλιά πάνω στην σπασμένη του μύτη.
Πάνω στον πανικό όλοι είχαν δυσκολία να διακρίνουν ποιοί είναι οι βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων, και ενώ μέχρι τώρα βάραγαν αδιάκριτα όποιον φόραγε κοστούμι και όποια ήταν καλοντυμένη, τώρα η δυσκολία μεγάλωνε, οπότε οι περισσότεροι επέλεγαν τους «σίγουρους» στόχους, δηλαδή τα πιο προβεβλημένα στελέχη και αυτά που είχαν βγει πολλές φορές στην τηλεόραση... Έτσι την πλήρωσαν αρχικά κυρίως όσοι είχαν γίνει υπουργοί και υφυπουργοί στις κυβερνήσεις τους. Μεγάλο σουξέ είχαν ο Μπενίτο, ο Παπούτσιο, η Ντιαμάντε, ο Οροϊντο η Κατσελίνα, η Μπασίλε Ανδρέου, η Μιλένια από το Movimiento Sociale, ενώ από την Nueva Partida Dimocracia ο Μάκο Μάτος συγκέντρωνε εμφανώς τις προτιμήσεις του κόσμου και από κοντά ο Αρι Σπιόλα, ο Σαμάρι, ο Δενδίνιο, ο Σιουφίνιο, ο Γραντε Αντώνιο...
Το μάτι μου έπεσε σε έναν τύπο ξυπόλυτο, με το φανελάκι, με το ρεβέρ του παντελονιού του γυρισμένο μέχρι τη μέση της γάμπας... Είχε ανέβει πάνω στην πλάτη του Αντώνιο και του έριχνε μπουνιές και κλωτσιές με μίσος, μέχρι που μια γυναίκα δίπλα του τον έδειξε και άρχισε να φωνάζει «ο Βλάτε δεν είσαι εσύ ρε; Ο Βλάτε ο βουλευτής από την Κοζανιέτα είναι αυτός» φώναξε προς τους υπολοίπους που ήταν γύρω της και αυτοί τον έπιασαν, τον κατέβασαν από την πλάτη του Γράντε Αντώνιο και άρχισαν να τον χτυπάνε... Καλή προσπάθεια...
Δεν έβλεπα πουθενά τον Χορχίτο τον Πρωθυπουργό και φαντάστηκα ότι θα ήταν από τους πρώτα θύματα της λαϊκής οργής... Σκάναρα με τα μάτια μου την αίθουσα, αλλά μόνο όταν κοίταξα ψηλά στο θεωρείο της βουλής τον είδα. Τέσσερις πολύ γεροδεμένοι τύποι που φόραγαν όλοι την ίδια φόρμα, τον κρατούσαν όρθιο μπροστά στα κάγκελα του θεωρείου και δεν άφηναν κανέναν να τον πλησιάσει. Δίπλα του κρατούσαν και τον Χόρχε Πακοσταντάριο τον υπουργό των οικονομικών Ήταν φανερό πως δεν τους είχαν πάει εκεί για να τους προστατεύσουν. Τους είχαν εκεί για να κοιτάνε. Και εκείνοι κοιτούσαν, με μάτια ορθάνοικτα, σαν χαμένοι. Κοιτάτε μαλάκες, να δείτε τι κάνατε...
Κοίταξα πάλι κάτω στην αίθουσα... Δίπλα στον τύπο με την μπλούζα του Βοσκουάλ που ακόμα πηδούσε πάνω από τα κεφάλια των άλλων ψάχνοντας «Την Αντζελίνα, την Αντζελίνα», είδα την γριά Κριστίνα και χάρηκα που ήταν καλά... Το «ήταν καλά» είναι πολύ σχετικό βέβαια... Είχε κάτσει πάνω σε ένα πάγκο κοντά στην πλαϊνή πόρτα, κράταγε σφικτά στα χέρια της ένα σταυρό και έκλαιγε...
Πολύ μετά έμαθα πως δεν είχε μπει μέσα μαζί μας αλλά είχε μείνει έξω μαζί με την διμοιρία του Παμπλίτο... Ο Παμπλίτο δεν έκατσε όμως με τους υπόλοιπους της διμοιρίας του στην επιχείρηση προστασίας της πόρτας... Έτρεξε μπροστά προς τις αντίπαλες διμοιρίες, σαν τρελός, θέλοντας και καταφέρνοντας τελικά να είναι ο πρώτος που θα πεθάνει εκεί έξω... Η γριά έτρεξε πίσω του, μαζί της και τα δύο αδέρφια του Παμπλίτο, αλλά το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν ήταν να τραβήξουν πίσω το άψυχο σώμα του.
Η γιαγιά Κριστίνα ήταν μια σκληροτράχηλη γυναίκα που από το 1930 που ήρθε σ’ αυτόν εδώ το κόσμο αντιμετώπισε τα πάντα με πείσμα και πίστη. Ήταν εννέα χρόνων όταν άρχισε ο μεγάλος πόλεμος για την απελευθέρωση και, μέχρι τα δεκατέσσερά της που τελείωσε, η Κριστίνα είχε μεταμορφωθεί από ένα μικρό αθώο κοριτσάκι που έπαιζε στην πλατεία του χωριού της, σε μια σκληρή γυναίκα που μέσα σε 5 χρόνια έζησε την αγριότητα του πολέμου σε όλο της το φρικτό μεγαλείο. Το χωριό της ισοπεδώθηκε, οι γονείς της, ο αδερφός της και όλοι της οι συγγενείς σκοτώθηκαν, η ίδια βιάσθηκε και βασανίστηκε πιο πολλές φορές από όσες μπορούσε να θυμηθεί. Την περιμάζεψαν μετά το τέλος του πολέμου, αποφάσισε να γίνει νοσοκόμα, ζούσε με νερό και σταφίδες όπως είχε μάθει να ζει και στα χρόνια του πολέμου, βοηθούσε ως νοσοκόμα όσους μπορούσε, τους πιο φτωχούς χωρίς φυσικά να τους ζητάει τίποτα, στον εμφύλιο γυρνούσε από χωριό σε χωριό και βοηθούσε όποιον την είχε ανάγκη, είτε δεξιό είτε αριστερό, τα ίδια έκανε και στην μεγάλη δικτατορία του 80, και μετά πέρασε όλη της την ζωή μόνη της σε ένα χαμόσπιτο στην υποβαθμισμένη συνοικία Alonia di Piedra. Σχεδόν όλη...
Ήταν πριν είκοσι χρόνια περίπου όταν η Κριστίνα πήγαινε και έκανε ενέσεις στην Μανουέλα, μια πόρνη της περιοχής που από τότε που γέννησε τρίδυμα είχε αρχίσει να αρρωσταίνει σοβαρά και μέρα με την μέρα γίνονταν χειρότερα. Η γειτονιά βέβαια την είχε στόχο, άντρα δεν είχε και αν δεν υπήρχε και η Κριστίνα, η Μανουέλα θα είχε πεθάνει πολύ νωρίτερα, από κείνο το βράδυ του 1991, που η Κριστίνα της έκλεισε τα μάτια σβησμένα από τον πυρετό...
Τα τρίδυμα, ενός χρόνου και κάτι, έκλαιγαν και τα τρία πάνω στο ντιβάνι, όταν η Κριστίνα τα μάζεψε έτσι τυλιγμένα σε μια κουβέρτα και τα πήγε με τα χέρια της στο σπίτι της... Και τα τρία ήταν σοβαρά άρρωστα, η Κριστίνα τα φρόντισε, τα μεγάλωσε όσο καλύτερα μπορούσε, μέχρι και στο σχολείο τα έστειλε και παρακαλούσε τις δασκάλες να της προσέχουνε το πιο αγαπημένο της από όλα, τον Παμπλίτο που του είχε αφήσει η αρρώστια ένα μικρό κουσούρι στην ομιλία. Αλλά με το πείσμα και την πίστη της του το έφτιαξε κι αυτό και όλα πήγαιναν καλά μέχρι που αρρώστησε και η ίδια και της τα πήρε η Πρόνοια τελικά... 2 χρόνια κράτησε η μάχη της με τον καρκίνο, χρειάστηκε να βγάλει και τα δυο της στήθη αλλά δεν έπαψε στιγμή να πιστεύει... Και νίκησε, αλλά τα παιδιά δεν τα ξαναείδε ποτέ. Το μόνο που κατάφερε να μάθει ήταν πως τα είχε υιοθετήσει μια οικογένεια από την Vitoria και εκείνη είχε χαρεί γι αυτό και για το ότι θα μεγάλωναν και τα τρία μαζί και προσευχόταν κάθε μέρα στο θεό να τους έχει καλά...
Δέκα χρόνια μετά η Κριστίνα κάθεται τώρα στον πάγκο της Βουλής και κλαίει για τον Παμπλίτο της, κρατώντας στο χέρι το σταυρό του που αυτή του είχε δώσει, λίγο πριν της τον πάρουν.
Την κοίταζα και σκεφτόμουν τότε που δεν ήξερα ακόμα την ιστορία της, ότι έκλαιγε για αυτά που έβλεπε γύρω της. Είδα ότι δίπλα της καθόταν η ηλίθια η έγκυος που ήταν δίπλα μου στην διαδήλωση, η οποία είχε ξαπλώσει σχεδόν ανάσκελα και ανέπνεε με δυσκολία...
Ώρα είναι τώρα να γεννήσει η ηλίθια εδώ μέσα...
Και όντως είχε έρθει η ώρα της! Η γριά δίπλα της κατάλαβε τι συνέβαινε και έβαλε γρήγορα το σταυρό στην τσάντα της και άρχισε να φροντίζει την έγκυο .
Γύρισα να κοιτάξω την έξοδο πίσω τους αλλά ήταν γεμάτη κόσμο. Τίποτα δεν θα μπορούσε να βγει η να μπει μέσα για πολλή ώρα ακόμα... Και να βγει να πάει που; Έξω θα πρέπει να γίνεται μακελειό τα νέα θα πρέπει να έχουν μεταφερθεί και στη Plaza de la Constitucion... Κοντά ένα εκατομμύριο διαδηλωτές θα σκοτώνονται εκεί με όση αστυνομία τους έχει μείνει, και, λογικά, θα έχει αρχίσει να έρχεται και ο στρατός... Όποιος στρατιώτης έχει το κουράγιο να βαρέσει τους γονείς του δηλαδή... Αλήθεια τι θα τους λένε: «Στη Plaza de la Constitucion έχουν κατέβει οι γονείς σας και διαμαρτύρονται που δεν έχουν λεφτά να σας ταΐσουν... πηγαίνετε να τους σκοτώσετε!»...
Τέλος πάντων, δρόμος διαφυγής της εγκύου δεν υπήρχε και όπως έδειχναν τα πράγματα η ηλίθια θα γένναγε μέσα εδώ στο μακελειό την νύχτα της μεγάλης σφαγής, της πιο αιματηρής επανάστασης από την Γαλλία του Λουδοβίκου μέχρι σήμερα. Το να γεννηθεί ένα παιδί εδώ μέσα, αυτήν την ώρα έχει σίγουρα κάτι το διεστραμμένα συμβολικό... Το παιδί της επανάστασης...!
Χωρίς να το πολυσκεφτώ ανέβηκα πάνω στο γραφείο του προεδρείου και πήδηξα κάτω στο έδρανο του ομιλητή και ύστερα σ’ αυτό της γραμματείας, καβάλησα μερικά κεφάλια και πλάτες μπροστά μου και κατάφερα να φτάσω δίπλα στην γριά και την έγκυο την ώρα ακριβώς που η γριά είχε βγάλει το παιδί και το κρατούσε ανάποδα από τα πόδια κτυπώντας το ελαφρά στα πισινά του... Η ηλίθια με αναγνώρισε μέσα από τα κλαμένα και πονεμένα της μάτια και με ρώτησε με αγωνία: «Είναι καλά;». Το μωρό εκείνη την στιγμή άρχισε να κλαίει, να ουρλιάζει πιο σωστά, η γριά με την φυσικότερη κίνηση του κόσμου έκοψε με τα δόντια της τον ομφάλιο λώρο, τον έδεσε, πήρε το μαντήλι της, τύλιξε το παιδί και της το έδωσε λέγοντάς της «Πάρε τον Πασά σου κοπέλα μου. Ζωή να’ χει...». Τα ουρλιαχτά από το κλάμα του μωρού εκπέμπουν σε άλλη συχνότητα από της φωνές τις μπουνιές και τις κλωτσιές. Έτσι όλη η αίθουσα σχεδόν είχε σταματήσει ότι έκανε και είχε γυρίσει προς την γριά, την μητέρα με το νεογέννητο και εμένα... Η ηλίθια πρώην έγκυος, νυν μητέρα άφησε για λίγο τα μάτια της από το μωρό, γύρισε και με κοίταξε
-«Δεν είναι υπέροχος;» μου είπε με ένα ηλίθιο χαμόγελο.
-«Είναι» της είπα χαμογελώντας πιο ηλίθια και από αυτήν. «Το παιδί της επανάστασης!» συνέχισα... «Να το βγάλουμε Τσε!»
Η γριά έβγαλε το σταυρό της από την τσάντα και περνώντας τον στο λαιμό του βρέφους, είπε στην ηλίθια:
-«Παμπλίτο να τον πεις κόρη μου, Παμπλίτο...»
Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου